- ἐνέζευγμαι
- ἐνζεύγνυμιyokeperf ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενζεύγνυμι — ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) [ζεύγνυμι] 1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω 2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τόν εμπλέκω μέσα σε… … Dictionary of Greek